ολοκρινής

ολοκρινής
-ές
(για εξωκρινή αδένα) αυτός τού οποίου το έκκριμα αποτελείται από ολόκληρα εκκριτικά κύτταρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. holocrine < ολ(ο)-* + -κρινής (< κρίνω «χωρίζω, αποφασίζω»), πρβλ. μερο-κρινής, ειλικρινής (ειλι-κρινής (< εἴλη «φως» + -κρινής < κρίνω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κύτταρο — Η μικρότερη οργανωμένη μονάδα ζωής, η οποία είναι ικανή να ζήσει και να αναπαραχθεί από μόνη της. Όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί, από τα βακτήρια μέχρι τα πιο πολύπλοκα φυτά και ζώα, αποτελούνται από κ.· τα βακτήρια, τα πρωτόζωα, ορισμένοι μύκητες… …   Dictionary of Greek

  • ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”