- ολοκρινής
- -ές(για εξωκρινή αδένα) αυτός τού οποίου το έκκριμα αποτελείται από ολόκληρα εκκριτικά κύτταρα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. holocrine < ολ(ο)-* + -κρινής (< κρίνω «χωρίζω, αποφασίζω»), πρβλ. μερο-κρινής, ειλικρινής (ειλι-κρινής (< εἴλη «φως» + -κρινής < κρίνω)].
Dictionary of Greek. 2013.